- εὐκηλήτειρα
- εὐκηλήτειρα, ἡ, ([etym.] κηλέω)A she that lulls or soothes, παίδων εὐ. Hes. Op.464.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκηλήτειρα — εὐκηλήτειρα, ἡ (Α) αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. τού κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)] … Dictionary of Greek
εὐκηλήτειρα — she that lulls fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκηλήτειραν — εὐκηλήτειρα she that lulls fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)